- ζώση
- η (AM ζῶσις) [ζώννυμι]η ενέργεια τού ζώνω, το ζώσιμο, η περίζωσηνεοελλ.η τοποθέτηση και το σφίξιμο τής ζώνης γύρω από τη μέσηνεοελλ.-μσν.η μέση, η οσφύςμσν.-αρχ.η ζώνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζώσῃ — ζάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ζώννυμι gird aor subj mid 2nd sg ζώννυμι gird aor subj act 3rd sg ζώννυμι gird fut ind mid 2nd sg ζώσηι , ζῶσις girding on fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώσηι — ζώσῃ , ζάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ζώσῃ , ζώννυμι gird aor subj mid 2nd sg ζώσῃ , ζώννυμι gird aor subj act 3rd sg ζώσῃ , ζώννυμι gird fut ind mid 2nd sg ζῶσις girding on fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταζωστικός — καταζωστικός, ή, όν (Α) [καταζώννυμι] 1. αυτός που ανήκει στη ζώση ή είναι κατάλληλος για ζώση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταζωστικόν έργο που αναφέρεται στον τρόπο τής ζώσης τών ιερών εσθήτων … Dictionary of Greek
ζωσιά — η η ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώση + κατάλ. ιά (πρβλ. άρνηση > αρνησιά, θόλωση > θολωσιά)] … Dictionary of Greek
ζώσιμο — το [ζώνω] 1. η περιβολή τής μέσης με ζώνη, η ζώση 2. (μτφ. για εχθρικές δυνάμεις σε καιρό πολέμου) η περικύκλωση («το ζώσιμο τών εχθρών») … Dictionary of Greek